- ἀριστευτικός
- ἀριστ-ευτικός, ή, όν,A of, belonging to valiant deeds, Max.Tyr.29.1, Plu.2.319b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αριστευτικός — ἀριστευτικός, ή, όν (Α) [αριστεύω] ο ικανός για έξοχα κατορθώματα … Dictionary of Greek
ἀριστευτικά — ἀριστευτικός of neut nom/voc/acc pl ἀριστευτικά̱ , ἀριστευτικός of fem nom/voc/acc dual ἀριστευτικά̱ , ἀριστευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστευτικήν — ἀριστευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)